- φυτοπαθολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοπαθολογία ή το φυτοπαθολόγο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτοπαθολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathologic < phytopathology (βλ. λ. φυτοπαθολογία). Το ουδ. τού επιθ., στον λόγιο τ. φυτοπαθολογικόν (Ινστιτούτον), μαρτυρείται από το 1815 στην… … Dictionary of Greek